- τυμβωρύχους
- τυμβώρυχοςgrave-robbermasc acc plτυμβωρύχοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъкоповати — ОТЪКОПОВА|ТИ (1*), Ю, ѤТЬ гл. Выкапывать. Прич. в роли с. О гробокопателях: Рече авва макарии. что судиши ѹбиицю. или любодѣицю. и гробы ѿкоповающи. (τυμβωρύχους) ПНЧ к. XIV, 106г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βαφείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 170 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπάρτης. Το Β. απέχει 6 χλμ. από τη Σπάρτη και είναι γνωστό για τον μεγάλο θολωτό μυκηναϊκό τάφο που βρίσκεται στην… … Dictionary of Greek
ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… … Dictionary of Greek